- μεγαλοκρατής
- μεγαλοκρατής, -ές (Α)αυτός που έχει μεγάλη δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ-κρατής, ισο-κρατής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοκρατές — μεγαλοκρατής far ruling masc/fem voc sg μεγαλοκρατής far ruling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek